Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαγγάδης — και σαγγάνδης, ὁ, Α αγγελιαφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
σαγγάνδης — ὁ, Α βλ. σαγγάδης … Dictionary of Greek